- απαγκιάζω
- 1. καταφεύγω σε απάνεμο μέρος2. βρίσκω άσυλο, προστασία3. απρόσ. «εδώ απαγκιάζει» — είναι απάνεμα, είναι μέρος προφυλαγμένο από τον άνεμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαγκιάζω — απαγκιάζω, απάγκιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαγκιάζω — άγκιασα 1. μτβ., προφυλάγω κάτι από τον αέρα: Το διπλανό σπίτι είναι ψηλότερο κι απαγκιάζει το δικό μας. 2. αμτβ., είμαι προφυλαγμένος από τον αέρα: Ας κάτσουμε εδώ που απαγκιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)